- στόλοκρον
- τὸ, Αβλ. στόλοκρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στόλοκρον — στόλοκρος with knobs instead of horns masc/fem acc sg στόλοκρος with knobs instead of horns neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλοκρος — ον, Α 1. φαλακρός 2. άξεστος 3. (για γίδα) αυτή που δεν έχει κέρατα αλλά μικρά εξογκώματα («ταύτας δὲ καὶ στολόκρους ἔλεγον τὰς αἶγας», Ησύχ.) 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στόλοκρον α) εξόγκωμα στα μικρά ζώα που αναπτύσσεται σε κέρατο β) κεφαλόδεσμος,… … Dictionary of Greek